Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουχτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουχτίζω [buxtízo] Ρ2.1α μππ. μπουχτισμένος : 1. χορταίνω υπερβολικά: Έφαγε ώσπου μπούχτισε. 2. αισθάνομαι κορεσμό για κτ., δεν το ανέχομαι πια: Mπούχτισα να τρώω / να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Mπούχτισε την καλοπέραση.

[τουρκ. bιkt(ι) γ' εν. αορ. του ρ. bιkar `σιχαίνομαι, βαριέμαι΄ -ίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go