Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπουσουλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπουσουλώ [busuló] & -άω Ρ10.1α & μπουσουλίζω [busulízo] Ρ2.1α : (για πρόσ., ιδ. μωρό) περπατώ στα τέσσερα ακουμπώντας στα χέρια και στα γόνατα: Tο μωρό μπουσουλάει, δεν περπατάει ακόμα. Mπήκε μπουσουλώντας κάτω από το κρεβάτι.

[αλβ. bishulla `με τα τέσσερα΄ ή μέσω του βλάχ. bušulunda `αρκουδίζοντας΄ (bušuledzŭ `αρκουδίζω΄)· μπουσουλ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. μπουσουλησ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go