Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπερμπαντεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπερμπαντεύω [berbandévo] Ρ5.2α : (οικ.) τριγυρίζω με σκοπό να συνάψω προσωρινές ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, διασκεδάζω με γυναικεία συντροφιά: Mπερμπαντεύει κάθε νύχτα.

[μπερμπάντ(ης) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go