Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπεζερίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπεζερίζω [bezerízo] Ρ2.1α μππ. μπεζερισμένος : (λαϊκότρ.) βαριέμαι κτ. ύστερα από μακροχρόνια χρήση ή εκτέλεση.

[τουρκ. bezer `κουράζομαι΄ -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go