Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπανιαρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπανιαρίζω [banarízo] -ομαι Ρ2.1 & μπανιάρω [banáro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) κάνω μπάνιο σε κπ., του πλένω ολόκληρο το σώμα: Όλη την ώρα μπανιαρίζεται.

[ιταλ. bagnar(e) & μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. μπανιαρισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go