Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπανίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπανίζω [banízo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) 1. βλέπω ή διακρίνω κπ. ή κτ.: Mπάνισα ένα ωραίο δερμάτινο. 2. (σπάν.) κάνω μπανιστήρι.

[μπάν(ιο) -ίζω, επειδή παλιότερα οι άντρες κρυφοκοίταζαν από μακριά τις γυναίκες που κολυμπούσαν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go