Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μπαμπουλώνω [babulóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω με κάλυμμα, συνήθ. μαντίλα, κασκόλ κτλ., το κεφάλι ή και μέρος του προσώπου, συνήθ. για να προφυλαχτώ από το κρύο: Έτσι μπαμπουλωμένη που κυκλοφορείς δεν μπόρεσα να σε γνωρίσω.
[μπαμπούλ(ας) -ώνω]



