Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μπαγλαρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μπαγλαρώνω [baγlaróno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) 1. δένω καλά κπ. ή κτ. 2α. συλλαμβάνω κπ. β. δέρνω κπ.

[τουρκ. bağlar `δένω΄ -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go