Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουτρώνω [mutróno] Ρ1α μππ. μουτρωμένος* : δυσαρεστούμαι ή θυμώνω και συγχρόνως εκδηλώνω το συναίσθημα αυτό στο πρόσωπό μου: Mούτρωσε αλλά θα της περάσει.
[μούτρ(ο) -ώνω]



