Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μουνταίνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μουνταίνω [mundéno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι μουντός ή κάνω κτ. μουντό.

[μουντ(ός) -αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go