Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουλώνω [mulóno] Ρ1α αόρ. και μούλωξα, απαρέμφ. και μουλώξει : (προφ.) μένω ακίνητος, αδρανής ή σιωπηλός, συνήθ. στις εκφράσεις το ~, δε μιλάω. μούλωσέ το, μη μιλάς.
[μσν. μουλώνω < ελνστ. μύλλ(ον) `το χείλι΄ -ώνω, πρβ. ελνστ. μυλλός `με στραβωμένο το χείλι΄, μυλλῶ, μυλλαίνω `στραβώνω το χείλι΄ ( [y ή i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [l] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μουλώνω· μουλλών(ν)ω.
-
- Ά Αμτβ.
- 1)
- α) (Ενεργ. και μέσ.) λουφάζω, κρύβομαι:
- εμούλωσεν ως όφης εις την τρύπα (Χρον. Τόκκων 513)·
- εμουλώξαν εις την κάπαν αποκάτω (Χρησμ. X 5· Προδρ. I 127)·
- β) επαναπαύομαι, ησυχάζω:
- πάντα επεθυμούσαν την γην της επαγγελίας και ποττέ δεν εμουλλώσαν (Μαχ. 106).
- α) (Ενεργ. και μέσ.) λουφάζω, κρύβομαι:
- 2)
- α) Μένω σιωπηλός, σωπαίνω:
- (Κυπρ. ερωτ. 226)·
- εκείνοι οπού λαλούν τόσον κακόν … ήθελαν ποίσειν καλλιότερα … να μουλλώσουν (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 86)·
- β) καταπαύω τη διένεξη· συμφιλιώνομαι:
- εγίνην μεγάλη ταραχή ανάμεσα τους Γενουβήσους και του ρηγός και κακά εμουλλώσαν (Μαχ. 62632).
- α) Μένω σιωπηλός, σωπαίνω:
- 1)
- Β́ Μτβ.
- 1) Σκύβω· συστέλλω, «μαζεύω»:
- εμούλωσε την κεφαλήν (Ερωτόκρ. Ά 1313)·
- το κορμί μουλώνει (Ερωτόκρ. Β́́ 1151).
- 2) Χαμηλώνω:
- μουλώνου τα κοντάρια τως (Ερωτόκρ. Β́ 1900).
- 3) Κρύβω, αποσιωπώ:
- μουλλώννω τον αμέτρητόν μου πόνον (Κυπρ. ερωτ. 1201· Μαχ. 22029).
- 4) Παύω, σταματώ κ.:
- το κλάμαν να μουλλώσω (Κυπρ. ερωτ. 906).
- 5) Κάνω κάπ. να καταπαύσουν τη διένεξη, ησυχάζω:
- να τους μουλλώσω και να τους μερώσω μετά σας (Μαχ. 39630).
- 1) Σκύβω· συστέλλω, «μαζεύω»:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Μαζεμένος (από φόβο), ζαρωμένος:
- εφοβήθηκαν … κι εστέκαν μουλωμένοι (Αλεξ. 880).
- 2) Σιωπηλός, αμίλητος:
- Ο πόθος με τα πάθη μου παινάται και θέλει να παθιάζω μουλλωμένος (Κυπρ. ερωτ. 2310· 1123).
- 3) Κρυφός, μυστικός:
- το πάθος μου μην στέκεις μουλλωμένον, βάλε βουργά φωνές όσες να σώσεις (Κυπρ. ερωτ. 229).
- 1) Μαζεμένος (από φόβο), ζαρωμένος:
[<*μυλλόω (<επίθ. μυλλός, Ησύχ.). Ο τ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Αμτβ.



