Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μονοπωλώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μονοπωλώ [monopoló] -ούμαι Ρ10.9 : 1. ασκώ κατ΄ αποκλειστικότητα όλη την οικονομική δραστηριότητα που έχει σχέση με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες: H κυβέρνηση σκέφτεται να μονοπωλήσει το εμπόριο των καυσίμων. || (επέκτ.) για άλλες δραστηριότητες: ~ την πληροφόρηση / την προπαγάνδα. 2. (μτφ.) διεκδικώ το προνόμιο να είμαι ο μόνος που γνωρίζει, κατέχει κτ., που ενδιαφέρει κπ.: Mονοπωλούν τη φιλοπατρία / τη γνώση. Tο ενδιαφέρον των φιλάθλων μονοπωλήθηκε από το ποδόσφαιρο.

[λόγ. < ελνστ. μονοπωλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go