Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μοναρχώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μοναρχώ.
  • Ά (Αμτβ.) γίνομαι μονάρχης:
    • (Byz. Kleinchron. Á 39235
    • (σε μεταφ.):
      • φαίνει με, εμονάρχησα εις άπαντα τον κόσμον (Βυζ. Ιλιάδ. 720).
  • Β́ (Μτβ.) κυβερνώ ως μονάρχης, ασκώ μοναρχική εξουσία σε κ.:
    • ο πρίγκιπος … επαράλαβεν όλον τον Μορέαν και τον εμονάρχησε (Δωρ. Μον. XXX).

[αρχ. μοναρχέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go