Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μολυβώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μολυβώνω.
  • Καλύπτω ή σφραγίζω με μολύβι·
    • φρ. μολυβώνω τ’ αφτιά (μου), βλ. αφτίον 2στ:
      • (Ερωφ. Γ́ 21).

[<ουσ. μολύβι + κατάλ. ‑ώνω, κατά το βουλλώνω. Πβ. και μτγν. ‑όομαι (L‑S, μολιβ‑). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go