Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μικροδείχνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικροδείχνω [mikroδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μικρόδειχνα : (για πρόσ.) φαίνομαι μικρότερης ηλικίας από ό,τι πραγματικά είμαι. ANT μεγαλοδείχνω.

[μικρο- 1 + δείχνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go