Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετεκπαιδεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεκπαιδεύω [metekpeδévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω μετεκπαίδευση σε κπ.: Tεχνικός που μετεκπαιδεύεται σε νέες μεθόδους εργασίας.

[λόγ. μετ(α)- εκπαιδεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go