Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετατυπώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετατυπώνω· ματατυπώνω.
  • Ξανατυπώνω, επανεκδίδω:
    • διήγησις … νεωστί μετατυπωθείσα και … διορθωθείσα (Διακρούσ. 6711).

[μτγν. μετατυπόω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go