Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταρσιώνω [metarsióno] -ομαι Ρ1 : επηρεάζω κπ. έτσι ώστε να θεωρεί ότι μεταφέρεται από τον αισθητό σε κπ. ανώτερο κόσμο: H προσευχή μεταρσιώνει τον άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. μεταρσι(ῶ) `σηκώνω ψηλά΄ -ώνω]



