Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μετακυλώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μετακυλώ.
  • (Μέσ.) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι:
    • μετεκυλήθην κατ’ εμού του χρόνου ο τροχός (Λίβ. Sc. 3222).

[<πρόθ. μετά + κυλώ. Πβ. μτγν. μετακυλίω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go