Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεταβαπτίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταβαπτίζω [metavaptízo] -ομαι Ρ2.1 : μετονομάζω.

[λόγ. < μσν. μεταβαπτίζω `βαπτίζω ξανά σε διαφορετική πίστη΄ < μετα- βαπτίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεταβαπτίζω· ματαβαπτίζω.
  • Βαπτίζω κάπ. ξανά σε μια άλλη ή και την ίδια πίστη:
    • (Βακτ. αρχιερ. 133, 138).

[<πρόθ. μετά + βαπτίζω. Η λ. τον 6. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go