Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσιάζω [mesxázo] Ρ2.1α : (προφ.) φτάνω στη μέση, ιδίως για κτ. που καταναλώνεται η μισή του ποσότητα: Mέσιασε το δοχείο με το λάδι. || καταναλώνω τη μισή ποσότητα: Tο μέσιασες το μπουκάλι με το κρασί.
[μέσ(η) -ιάζω]



