Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελαγχολώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελαγχολώ [melaŋxoló] Ρ10.9α : 1. βρίσκομαι σε κατάσταση μελαγχολίας, θλίψης, κατάπτωσης, απαισιοδοξίας: Mελαγχολεί κάθε φορά που βρίσκεται σε νοσοκομείο. 2. προκαλώ μελαγχολία σε κπ.: Tο τραγούδι αυτό με μελαγχολεί.

[λόγ. < αρχ. μελαγχολῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μελαγχολώ.
  • Είμαι μελαγχολικός, βαρύθυμος·
    • (εδώ) εξοργίζομαι, αγανακτώ:
      • ωσάν εμελαγχόλησα και ηγριολάλησά την (Προδρ. I 140).

[αρχ. μελαγχολάω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go