Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεγαλοδείχνω [meγaloδíxno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. μεγαλόδειχνα : (για πρόσ.) φαίνομαι μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι πραγματικά είμαι. ANT μικροδείχνω.
[μεγαλο- + δείχνω]



