Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεγαλαίνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μεγαλαίνω.
  • Αποκτώ περιουσία και δύναμη:
    • εμεγάλυνεν ο ανήρ κι επήγεν πγαίνοντα και μεγαλαίνοντα ως ότι εμεγάλυνεν πολλά (Πεντ. Γέν. XXVI 13).

[<μεγαλύνω. Η λ. στο Somav. (‑ύνω) και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go