Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαυροφορώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαυροφορώ [mavroforó] -ιέμαι Ρ10.5 : φορώ μαύρα ρούχα, ιδίως ως ένδειξη πένθους: Mαυροφορεμένη γυναίκα, η μαυροφόρα.

[μσν. μαυροφορώ < μαυρο- + -φορώ]

[Λεξικό Κριαρά]
μαυροφορώ.
  • 1) Φορώ μαύρα ρούχα, πενθηφορώ:
    • μαυροφορούσαν βλέπουν … γυναίκαν και να δέρνεται (Καλλίμ 1334· Ιμπ. (Legr.) 938).
  • 2) (Μεταφ., προκ. για τον ήλιο, τα άστρα, κ.τ.ό.) σκοτεινιάζω, σβήνω:
    • ήλιε μου, μαυροφόρεσε, οι ακτίνες σου ας σβήσουν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 367· Ζήν. Έ 364).
  • Η μτχ.παρκ. ως επίθ. =
    • 1) που φορά μαύρα ρούχα, που πενθεί:
      • θλιμμένοι και μαυροφορεμένοι (Τρωικά 5243· Βοσκοπ. 344).
    • 2) Προκ. για ρασοφόρο:
      • καλόγεροι οι μαυροφορεμένοι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [120]).

[<επίθ. μαύρος + φορώ. Μτχ. παρκ. ‑εμένος στο Βλάχ. Η λ. τον 9. αι. (TLG), στο Du Cange (‑είν, λ. μαύρος) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go