Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαυλώ
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαυλώ.
  • Φωνάζω χαϊδευτικά προσκαλώντας κοντά μου (μια κότα ή άλλο ζώο)·
    • (εδώ μειωτ.):
      • Πώς σε μαυλούν, ήγουν κράζουν; (Μπερτόλδος 23).

[<αόρ. του μαυλίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Βλαστός 107)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go