Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ματσώνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ματσώνομαι [matsónome] Ρ1β : (οικ.) αποχτώ πολλά χρήματα: Mατσώθηκε σήμερα, γι΄ αυτό κερνάει. Aυτόν μην τον λυπάσαι· είναι γερά ματσωμένος.

[μάτσ(ο) -ώνομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go