Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστουρώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαστουρώνω [masturóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκ.) βρίσκομαι σε παραισθησιακή κατάσταση, ιδίως λόγω χρήσης ναρκωτικών.

[μαστούρ(ης) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go