Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαστιχώνω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαστιχώνω.
  • (Πιθ.) διερευνώ, εξετάζω (κάπ.):
    • όσον τον μαστιχώνει πλέον, πρέπει να τον προσέχει (Χρον. Μορ. H 4875).

[αβέβ. ετυμ.· ίσως σχετ. με το ιταλ. masticare (και μεσν. λατ., Du Cange, Lat., στη λ. 2)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go