Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρκάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρκάρω [markáro] -ομαι Ρ6 : 1α. (αθλ., για παίχτη αντίπαλης ομάδας) παρακολουθώ από κοντά κπ. και παρεμποδίζω τις κινήσεις του: Παίχτης που μαρκάρει με επιτυχία τον αντίπαλο. β. (μτφ.) παρεμποδίζω κπ. ή κτ. 2. βάζω χαρακτηριστικό, αναγνωριστικό σημάδι σε κτ.: Nα μαρκάρεις τα ρούχα πριν τα δώσεις για πλύσιμο.

[ιταλ. marcar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go