Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρινάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαρινάρω [marináro] -ομαι Ρ6 : διατηρώ κρέας ή ψάρι σ΄ ένα μείγμα από λάδι, ξίδι και άλλα καρυκεύματα πριν το μαγειρέψω, για να γίνει πιο μαλακό.

[ιταλ. marinar(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go