Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλλιοτραβιέμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλλιοτραβιέμαι [malotravjéme] Ρ10.7β : 1. τραβάω τα μαλλιά μου, ιδίως από μεγάλη λύπη: H χήρα μαλλιοτραβιόταν πάνω απ΄ το φέρετρο του άντρα της. 2. (συνήθ. πληθ.) για πρόσωπα που μαλώνουν μεταξύ τους και χειροδικούν: Tα δυο της παιδιά μαλλιοτραβιούνται και κλαίνε όλη τη μέρα χωρίς λόγο. Mαλλιοτραβιούνται για λίγα μέτρα χωράφι.

[μαλλι(ά) -ο- + τραβιέμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go