Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακρηγορώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακρηγορώ [makriγoró] Ρ10.9α : μιλώ με πολλά και συνήθ. περιττά λόγια· μακρολογώ: Aς μη μακρηγορούμε άλλο για το ζήτημα αυτό.

[λόγ. < αρχ. μακρηγορῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
μακρηγορώ· μακραγορώ.
  • Μιλώ διεξοδικά· μακρολογώ:
    • (Ερμον. Ο 250).

[αρχ. μακρηγορέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go