Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγκεύω [mangévo] Ρ5.2α : (οικ.) γίνομαι μάγκας ή συμπεριφέρομαι σαν μάγκας: Mάγκεψε, βλέπω, κι ο μικρός! Mαγκέψανε τώρα κι οι γυναίκες και τα θέλουν όλα δικά τους. Mάγκεψε και ο γιος μου τώρα και μου ζητάει μηχανάκι.
[μάγκ(ας) -εύω]



