Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατσιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατσιάζω [katsxázo] Ρ2.1α μππ. κατσιασμένος : 1. (οικ.) για επιφάνεια με πέλος που έχει χάσει τη λάμψη και την απαλότητά της: Kάτσιασαν οι πετσέτες / οι φλοκάτες. 2. για ζωντανό οργανισμό που φαίνεται σαν να έχει σταματήσει η ανάπτυξή του, που έχει χάσει τη ζωηρότητά του, που έχει πέσει σε μαρασμό: H λεμονιά όσο πάει και κατσιάζει. Kάτσιασαν τα κοτόπουλα. || Θα το κατσιάσει το παιδί από τα χάδια.

[μσν. κατσ(ί) -ιάζω, κατσί: < κατί (υποκορ. του κάττ(α) `γάτα΄ δες στο γατί) με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] (σύγκρ. κληματίδα > κληματσίδα)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατσιάζω.
  • Χάνω την απαλότητα και τη φρεσκάδα:
    • να μην κατσιάσουν τα ρούχα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125).

[<ουσ. κατσί + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go