Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατονομάζω [katonomázo] -ομαι Ρ2.1 : αναφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. με το όνομά του: Aναφέρθηκε σε πρόσωπα χωρίς να τα κατονομάσει. Kατηγόρησε την κυβέρνηση για σημαντικά λάθη, τα οποία όμως δεν κατονόμασε, δεν τα ανέφερε ή δεν τα αποκάλυψε. || αποκαλύπτω, κάνω γνωστό το όνομα κάποιου εναντίον του οποίου στρέφονται υπόνοιες ή υπάρχουν καταγγελίες για συμμετοχή σε σκάνδαλο, απάτη κτλ.: Θέλουμε να κατονομάσεις τον πραγματικό ένοχο.
[λόγ. < αρχ. κατονομάζω `δίνω όνομα΄ σημδ. γαλλ. dénommer]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατονομάζω.
-
- Δίνω όνομα σε κ., ονομάζω:
- Πάριν γαρ κατονομάζουν (ενν. το βρέφος) (Ερμον. Β 58).
[αρχ. κατονομάζω. Η λ. και σήμ.]
- Δίνω όνομα σε κ., ονομάζω: