Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατηχώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατηχώ [katixó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω σε κπ. κατήχηση. 1. διδάσκω τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας σε κπ. που θέλει να ασπαστεί το χριστιανισμό και να δεχτεί το μυστήριο του βαπτίσματος. || (επέκτ.) μυώ κπ. σε κάποια θρησκεία. 2. με συνεχείς, επίμονες και συχνά πιεστικές και κουραστικές παραινέσεις και παροτρύνσεις, προσπαθώ να πείσω κπ. να υιοθετήσει την ιδεολογία μου ή τις απόψεις μου.

[λόγ. < ελνστ. κατηχῶ `διδάσκω προφορικά, κατηχώ΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κατηχώ.
  • 1) Αναγγέλλω, διαλαλώ κ.:
    • Ο λεγάτος εκατήχησεν … το άμε όπου έθελεν να πάγει ο ρήγας εις την Συρίαν (Μαχ. 15014).
  • 2) (Μτβ. και αμτβ.) διδάσκω τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας, κάνω κήρυγμα:
    • (Διγ. O 1138), (Μαχ. 61030).
  • 3) Πείθω, «δασκαλεύω»:
    • επάντεχε να τους κατηχήσει και να τους γροικήσουν (Μαχ. 35610).
  • 4) Επιπλήττω, κατακρίνω:
    • Εμίσα κι εκατήχα τες, έψεγε και έφευγέ τες (Τριβ., Ρε 35 (έκδ. εκατέχα· διόρθ. Πολίτης Λ. και Κριαράς)).

[μτγν. κατηχέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go