Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατερειπώνω [kateripóno] -ομαι Ρ1 : ερειπώνω κτ. εντελώς, το κάνω εντελώς ερείπιο: Ο πόλεμος κατερείπωσε τις πόλεις. Kατερειπωμένο σπί τι.
[λόγ. < ελνστ. κατερειπ(ῶ) -ώνω (αρχ. κατερείπω)]