Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταϋποχρεώνω [kataipoxreóno] -ομαι Ρ1 : α. προσφέρω σε κπ. μια σημαντική εκδούλευση, έτσι ώστε να τον κάνω να αισθάνεται ότι μου χρωστά ευγνωμοσύνη, οφειλή ή χάρη: Σου είμαι / αισθάνομαι καταϋποχρεω μένος. β. σε επίσημο ύφος ως έκφραση ευγένειας: Θα με καταϋποχρεώνα τε αν
|| (ειρ., οικ.): Tώρα μάλιστα, μας καταϋποχρέωσες!, ως έκφραση απογοήτευσης από μια συμπεριφορά αντίθετη από την αναμενόμενη.
[λόγ. κατα- υποχρε(ώ) -ώνω]