Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταχωρίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχωρίζω [kataxorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γράφω κτ. σε ορισμένη σειρά και θέ ση, σε ειδικό βιβλίο, κατάλογο κτλ., ή το κρατώ στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή: Οι γάμοι / οι θάνατοι καταχωρίζονται στα οικεία βιβλία του ληξιαρχείου. Ο αρμόδιος υπάλληλος καταχώρισε την αίτηση με αριθμό πρωτοκόλλου τριάντα. Tα έσοδα και οι δαπάνες είναι καταχωρισμένα σε λογιστικά βιβλία. || Aυτό το γεγονός θα καταχωριστεί στις δέλτους της ιστορίας, θα καταγραφεί. 2. δημοσιεύω κτ. σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, κυρίως για πληρωμένη δημοσίευση μικρής αγγελίας, διαφήμισης, δήλωσης κτλ.

[λόγ. < ελνστ. καταχωρίζω `εγγράφω σε κατάλογο΄, αρχ. σημ.: `βάζω στη θέση του΄ (διαφ. το ελνστ. καταχωρῶ `υποχωρώ)]

[Λεξικό Κριαρά]
καταχωρίζω.
  • 1) Χωρίζω, διασπώ:
    • πέντε χιλιάδες μας ηύρηκαν και ου κατεχώρισάν μας (Διγ. Esc. 1321).
  • 2) Ξεχωρίζω:
    • όσοι κατεχωρίσθησαν στην πόρταν του Αμουράτη, ουδέ τινάς εγλύτωσεν (Παρασπ., Βάρν. C 416).

[<πρόθ. κατά + χωρίζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go