Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταχωνιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχωνιάζω [kataxonázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) 1α. βάζω κτ. σε βαθύ κρυψώνα: Στο υπόγειο / στον πάτο του μπαούλου έχει καταχωνιάσει λίρες και κοσμήματα. β. τοποθετώ κτ. σε μέρος που δεν είναι εμφανές ή προσιτό: Πού τα καταχωνιάζεις τα πράγματά σου και δεν τα βρίσκεις, όταν τα χρειάζεσαι; Παλιά βιβλία καταχωνιασμένα στα ψηλά ράφια / στα υπόγεια κάποιας βιβλιοθήκης. 2α. για κτ. που δεν έχει μπροστά του ανοιχτό ορίζοντα: Mικρές μονοκατοικίες καταχωνιάστηκαν ανάμεσα σε πανύψηλες πολυκατοικίες. Tο χωριό είναι καταχωνιασμένο μέσα στα βουνά. β. (παθ.) για κπ. που βρίσκεται κάπου απομονωμένος: Πού πήγες και καταχωνιάστηκες στα τελευταία καθίσματα;

[καταχών(ω) μεταπλ. -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go