Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταχαίρομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταχαίρομαι [kataxérome] Ρ αόρ. καταχάρηκα, απαρέμφ. καταχαρεί : 1. χαίρομαι για κτ. πάρα πολύ: Kαταχαρήκαμε που ήρθε να μας δει. 2. απολαμβάνω πολύ κτ.: Tο καταχάρηκα αυτό το ταξίδι.

[μσν. καταχαίρομαι < αρχ. καταχαίρω `χαίρομαι χαιρέκακα΄, μέσο κατά το χαίρομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
καταχαίρομαι.
  • 1) Χαίρομαι πολύ, διασκεδάζω:
    • (Χρον. Μορ. H 5248).
  • 2)
    • α) Απολαμβάνω:
      • χαρά εις … εκείνην την κουρτέσαν, οπού … εκατεχαίρετόν τα (ενν. των πουλίων τα γένη) (Αχιλλ. N 759
    • β) καμαρώνω:
      • την τόσην μου αγάπην τήν έχω, αφέντη, εις εσέν και καταχαίρομαί σε (Αχιλλ. L 871).

[<πρόθ. κατά + χαίρομαι· πβ. αρχ. καταχαίρω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go