Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταφάσκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταφάσκω [katafásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) απαντώ θετικά σε κτ., λέω ναι και με επέκταση, τοποθετούμαι θετικά σε κτ., το αποδέχομαι. ANT αποφάσκω: Kαταφάσκουμε στη ζωή, δεν την αρνιόμαστε όσο σκληρή και αν είναι.

[λόγ. < ελνστ. καταφάσκω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go