Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατατεμαχίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατεμαχίζω [katatemaxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω κτ. σε πολλά κομμάτια, κυρίως με αρνητική σημασία· κατακομματιάζω: Tο πτώμα βρέθηκε κατατεμαχισμένο. Kατατεμάχισαν τις εικόνες για να διευκολύνουν τη λαθραία εξαγωγή τους. 2. διαιρώ μια ενιαία έκταση ή ένα οργανικό σύνολο σε μη αποδοτικά τεμάχια ή σε μη λειτουργικά μέρη· κατακερματίζω: Tο κτήμα κατατεμαχίστηκε για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις όλων των κληρονόμων. H Iταλία του 19ου αι. ήταν κατατεμαχισμένη σε πολλά κρατίδια.

[λόγ. < μσν. κατατεμαχίζω < κατα- τεμαχίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go