Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταταράζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταταράζω [katatarázo] -ομαι Ρ2.2 : ταράζω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ μεγάλη ταραχή: Mε κατατάραξε το παλιόπαιδο με το φέρσιμό του. Kαταταράχτηκε όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.

[λόγ. κατα- ταράσσω μεταπλ. κατά το ταράζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go