Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταταράζω [katatarázo] -ομαι Ρ2.2 : ταράζω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ μεγάλη ταραχή: Mε κατατάραξε το παλιόπαιδο με το φέρσιμό του. Kαταταράχτηκε όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.
[λόγ. κατα- ταράσσω μεταπλ. κατά το ταράζω]



