Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατέμνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατέμνω [katatémno] -ομαι Ρ αόρ. κατέτμησα και κατάτμησα, απαρέμφ. κατατμήσει, παθ. αόρ. κατατμήθηκα, απαρέμφ. κατατμηθεί, μππ. κατατμημένος : χωρίζω κτ., συνήθ. μια έκταση γης ή έναν ενιαίο χώρο, σε πολλά κομμάτια: Ελεύθεροι χώροι και δάση έχουν κατατμηθεί για να αξιοποιηθούν τουριστικά.

[λόγ. < αρχ. κατατέμνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες