Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατασφαγιάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κατασφαγιάζω.
  • Κατασφάζω, φονεύω:
    • κατεσφαγίασε τον άνδρα μετά ξίφους (Βίος Αλ. 3518).

[<πρόθ. κατά + σφαγιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go