Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: καταστενοχωρώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταστενοχωρώ [katastenoxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β & καταστεναχωρώ [katastenaxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : προξενώ σε κπ. πολύ μεγάλη στενοχώρια, τον στενοχωρώ πάρα πολύ: H αποτυχία του στις εξετάσεις μάς καταστενοχώρησε. Kαταστενοχωρήθηκα / είμαι καταστενοχωρημένος, γιατί δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω.

[κατα- στενοχωρώ, στεναχωρώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go