Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατασκοπεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκοπεύω [kataskopévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. παρακολουθώ κπ. κρυφά, προσπαθώ να μάθω, για προσωπικούς λόγους, τις κινήσεις και τις ενέργειές του χωρίς να με αντιληφθεί: Tον κατασκοπεύει διαρκώς για να συγκεντρώσει στοιχεία εναντίον του. Kατασκοπεύει όλη τη γειτονιά, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρά της. 2. διενεργώ κατασκοπεία, προσπαθώ να μάθω κρυφά ή με παραπλανητικό τρόπο στρατιωτικά ή κρατικά μυστικά μιας ξένης χώρας.

[λόγ. < ελνστ. κατασκοπεύω (αρχ. κατασκοπῶ)]

[Λεξικό Κριαρά]
κατασκοπεύω.
  • Κατασκοπεύω:
    • (Βίος Αλ. 4604).

[μτγν. κατασκοπεύω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go