Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κατασιγάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασιγάζω [katasiγázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) καταστέλλω την ένταση ενός συναισθήματος ή αισθήματος: Mε τη συνεχή μελέτη προσπαθούσε να κατασιγάσει το πάθος του για γνώση. H μουσική κατασιγάζει τα άγρια ένστικτα. Tο νερό της πηγής κατασίγασε τη δίψα του.

[λόγ. < αρχ. κατασιγάζω `κάνω να σωπάσει΄ σημδ. γαλλ. faire taire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go